πίνοντα

πίνοντα
πί̱νοντα , πίνω
Aër.
pres part act neut nom/voc/acc pl
πί̱νοντα , πίνω
Aër.
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσφάζω] 1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῑ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῑν», Ευρ.) 2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.) 3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η… …   Dictionary of Greek

  • υποτρώγω — Α [τρώγω] 1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ ἐρέβινθον», Ξεν.) 2. τρώω πριν από το κύριο γεύμα («κρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.) 3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῑχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”